επιθυμητικως

επιθυμητικως
    ἐπιθυμητικῶς
    испытывая влечение
    

ἐ. ἔχειν τινός Plat. — желать чего-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επιθυμητικως" в других словарях:

  • ἐπιθυμητικῶς — ἐπιθῡμητικῶς , ἐπιθυμητικός desiring adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιθυμητικός — ή, ό (AM ἐπιθυμητικός, ή, όν) [επιθυμηση] το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθυμητικόν το μέρος τής ψυχής όπου έχουν την έδρα τους οι επιθυμίες μσν. 1. ποθητός 2. ωραίος, ευχάριστος 3. (για ρούχα) τα καλά, τα γιορτινά 4. πρόθυμος αρχ. αυτός που επιθυμεί… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»